υδρολάση

υδρολάση
η, Ν
συν. στον πληθ. οι υδρολάσες
(βιοχ.) γενική ονομασία τάξης 200 και πλέον ενζύμων τα οποία καταλύουν την υδρόλυση ενός χημικού δεσμού διαφόρων τύπων ενώσεων, με ταυτόχρονη δέσμευση τών στοιχείων ενός μορίου νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrolase < hydrol (< υδρ[ο]-* + κατάλ. -ol) + κατάλ. χημ. ορολογίας -ase].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”